Με αφορμή την παράσταση ‘Η Κουκούλα’ που ανεβαίνει στο θέατρο Αλκμήνη, οι πρωταγωνιστές της μιλούν και στο iart.gr και συστήνονται στο κοινό.

-Πείτε μας λίγα λόγια για το έργο ‘Η κουκούλα’ που ανεβαίνει τον Οκτώβριο. Σαν τίτλος είναι δυσοίωνος και τα έργα του Θανάση Τριαρίδη είναι πάντα – το λιγότερο που μπορώ να πω – έντονα. Πως έχετε ‘εισπράξει’ την υπόθεση του;

Νικόλας Παπαδάκης: Είναι μία δουλειά που μας ενθουσίασε όλους από την πρώτη ανάγνωση. Το όραμα της σκηνοθέτριας μας, Αθηνάς Παππά, το απογείωσε! Μιλάμε έμμεσα για τα εγκλήματα που γίνονται σήμερα και όχι μόνο, με έναν ανάλαφρο τρόπο, που πιστεύω πως κάνει την παράσταση περισσότερο ανατριχιαστική. Φαινομενικά τα κείμενα του Θανάση Τριαρίδη είναι δυσοίωνα, ωστόσο περιγράφουν με ξεκάθαρο τρόπο την τραγική πλευρά της σημερινής πραγματικότητας, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Η πρώτη μου επαφή με κείμενο του Θανάση Τριαρίδη, ήταν στο θέατρο, παρακολουθώντας την παράσταση «Football» Για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένιωσα άβολα στην θέση που καθόμουν. Το έργο με έκανε να αναθεωρήσω πάρα πολλά για τα πιστεύω μου, με έκανε να ψάξω, να διαβάσω ιστορία, να ενημερωθώ. Η ‘Κουκούλα’ έκανε κάτι παρόμοιο, δεν χρειάστηκε να διαβάσω ιστορία, διάβασα άρθρα που γράφονται τώρα. Η υπόθεση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε πολέμους, στις θάλασσες χάνονται ζωές,  καταστρέφεται η φύση, και οι περισσότεροι από εμάς συνεχίζουμε να ζούμε στη φούσκα μας, στα δικά μας προβλήματα, λαμβάνοντας ακραία παραπληροφόρηση ενώ χάνουμε την ουσία: Άνθρωποι ακόμα πεθαίνουν με φρικτούς τρόπους.

 

Μιλήστε μας για τον ρόλο σας στο έργο. Θεωρώ πως δεν είναι εύκολος.

Σταυρούλα Ροΐδου: Στο έργο υποδύομαι πολλά πρόσωπα όχι ένα αλλά πέντε, πέντε διαφορετικές γυναίκες που στην  πραγματικότητα είναι μια και κάθε φορά εμφανίζεται επί σκηνής εντελώς διαφορετική. Έχει μεγάλη δυσκολία αυτό αλλά ταυτόχρονα, έχει και μεγάλο ενδιαφέρον. Για μένα είναι μεγάλη πρόκληση να αλλάζω και να ανακαλύπτω πράγματα μέσα από τους ρόλους. Νιώθω πολύ τυχερή   που κάνω ένα τόσο δυνατό και δύσκολο έργο, με την καθοδήγηση της Αθηνάς Παππά.

Νικόλας Παπαδάκης: Δεν νομίζω να υπάρχει ρόλος στο θέατρο που να είναι εύκολος. Εξάλλου εάν δεν υποφέρουμε εμείς στην σκηνή αρκετά, πώς θα ψυχαγωγηθεί το κοινό; (Γέλια)
Η Αθηνά Παππά, έβγαλε τον καλύτερό μας εαυτό σε αυτή την παράσταση. Ευτυχώς το έργο είναι αρκετά «ανοιχτό» ως προς την σκηνοθετική γραμμή. Ως εκ τούτου, ο ρόλος για αυτό το έργο συγκεκριμένα, είναι πιστεύω η «χαρά του κάθε ηθοποιού». Σε κάθε σκηνή του, με τις τόσες εναλλαγές στους χαρακτήρες, αν και απαιτητικό, το καθιστά διασκεδαστικό. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως το μόνο επάγγελμα που λες «παίζουμε παράσταση σήμερα» είναι αυτό του ηθοποιού. Παίζουμε! Λέμε μία ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο!

-Τι πιστεύετε πως θα αναγνωρίσουν οι θεατές σε αυτήν την παράσταση; Πόσο θα τους αγγίξει; Γιατί να τη δουν;

Σ.Ρ.: Τα έργα του Θανάση Τριαρίδη είναι πάντα μια γροθιά στο στομάχι του θεατή ή του αναγνώστη καθώς θίγει θέματα κοινωνικοπολιτικά, θέματα τα οποία μας αφορούν, τα ζούμε καθημερινά και μέσα στην τρέλα της ρουτίνας και της καθημερινότητας δεν προλαβαίνουμε να τα αντιληφθούμε, απλά τα προσπερνάμε. Πιστεύω το έργο θα αγγίξει τον θεατή βαθιά και θα τον βάλει σε σκέψεις προσωπικές για τον εαυτό του, για τον συνάνθρωπο του αλλά και για την Κοινωνία.

Ν.Π.: Όπως είπα, η παράσταση με ανάλαφρο και κάπως διασκεδαστικό τρόπο αναφέρει τραγικές αλήθειες. Δεν  νομίζω ο χαρακτηρισμός «μαύρη κωμωδία» είναι αρκετός, όταν το περιεχόμενο είναι τόσο οδυνηρό. Το νόημα για τον κάθε θεατή μπορεί να είναι διαφορετικό. Αυτό είναι το ωραίο με την τέχνη, υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Το μόνο σίγουρο είναι πως ‘Η Κουκούλα’ αποτελεί καθρέπτη της σημερινής κοινωνίας με έναν πιο ακραίο τρόπο. Ο κόσμος της είναι σκληρός, μαύρος, ακραίος, ο ένας σκοτώνει τον άλλον. Προφανώς δεν θα αλλάξει ο κόσμος με μία παράσταση, ίσως όμως ‘Η Κουκούλα’ λειτουργήσει σαν ένα σποράκι για τον κάθε θεατή, να τον κάνει να σκεφτεί πως στο μέλλον ίσως γίνουμε ίδιοι και αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα. Ελάτε να συζητήσουμε μετά την παράσταση για το πως νιώσατε την ‘Κουκούλα’. Έχει γίνει εξαιρετική δουλειά από όλους μας για να βγει ένα αποτέλεσμα που πιστεύουμε θα σας αρέσει πολύ!

-Πόσα χρόνια ασχολείστε με το θέατρο; Τι σας τράβηξε σε αυτό; Ποιά ήταν η πορεία σας μέχρι σήμερα;

Σ.Ρ.: Με το θέατρο πάντα είχα μια αγάπη από μικρό παιδί, μου άρεσε να βλέπω παραστάσεις, να πηγαίνω στο σινεμά.. Αν και μεγάλωσα σε επαρχιακή πόλη και τα καλλιτεχνικά θεάματα ήταν κάπως περιορισμένα, όποτε βρίσκαμε ευκαιρίες, πηγαίναμε. Ήμουν καλλιτεχνική φύση, ξεκίνησα μπαλέτο στα οχτώ μου χρόνια το ήθελα πολύ και με το που τελείωσα το λύκειο σπούδασα χορό στην Αθήνα, στην Ανώτερη επαγγελματική σχολή χορού της Άννας Πέτροβα. Όταν τελείωσα, δούλεψα σε ομάδες και παραστάσεις, αλλά ο χώρος του κλασικού μπαλέτου που είχα επιλέξει να ακολουθήσω δεν απορροφούσε χορευτές. Κάπου εκεί γνώρισα την Αθηνά Παππά, την θεατρική μαμά μου όπως λέω μέχρι και σήμερα, και ήταν η αιτία να ασχοληθώ με την υποκριτική. Γνωριστήκαμε το 2018 όταν άρχισα να παρακολουθώ σεμινάρια της και μαθήματα. Με πήρε στην παράσταση που έκανε τότε και έπαιξα έναν μικρό ρόλο. Αγάπησα το θέατρο, κόλλησα και μου άρεσε που μπορούσα να μεταμορφώνομαι σε κάτι άλλο μέσα από τους ρόλους. Έτσι μπήκα στην Δραματική σχολή από όπου και αποφοίτησα. Είμαι νέα ηθοποιός με λαχτάρα και έρωτα προς το αντικείμενο, έχω όρεξη να δημιουργήσω, να μάθω και να παίξω ρόλους. Η Αθηνά σήμερα με σκηνοθετεί στην ‘Κουκούλα’ του Θανάση Τριαρίδη και είναι πολύ συγκινητικό γιατί ήταν τόσο η αιτία να ξεκινήσω όσο και η αιτία να συνεχίζω.

Ν.Π.: Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Πάντα μου άρεσε να λέω και να ακούω ιστορίες. Στο χωριό που μεγάλωσα, εκεί στην γειτονιά, στρώναμε τα πανιά που μάζευαν τις ελιές και λέγαμε, αυτό τώρα είναι η θάλασσα ή ένα κάστρο. Παίζαμε με τις ώρες μία παράσταση βγαλμένη από το μυαλό μας. Ανεβάζαμε το έργο μας, στην πλατεία την επόμενη ημέρα και χρεώναμε 2 ευρώ τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας για να το παρακολουθήσουν. Τώρα που μεγάλωσα, μόλις κατάλαβα ότι στο σανίδι μπορείς να ξαναπαίξεις είπα… ώπα! Εδώ είμαστε πάλι! Τα τελευταία 8 χρόνια συμμετέχω σε διάφορες παραστάσεις και λέω νέες ιστορίες.

-Τι πιστεύετε πως έχει να δώσει η Τέχνη στην τόσο δύσκολη εποχή που ζούμε; Τι έχει δώσει σε εσάς;

Σ.Ρ.: Έχουμε περάσει δύσκολα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πόσω μάλλον με την Πανδημία που μας αρρώστησε, μας απομάκρυνε και μεταξύ μας αλλά και από τον χώρο της τέχνης. Έχουμε ανάγκη από ψυχαγωγία, να βγούμε να περάσουμε καλά, να πάμε στο θέατρο να δούμε μια παράσταση, να γελάσουμε να κλάψουμε, να αναρωτηθούμε, να προβληματιστούμε. Πιστεύω, είναι σημαντικό για όλους μας και χαίρομαι που τα τελευταία δύο χρόνια γίνονται πολλές παραστάσεις, εκδηλώσεις και τα θέατρα γεμίζουν. Μην ξεχνάμε ότι το θέατρο το σινεμά, ο χορός, η μουσική μας κάνουνε καλύτερους ανθρώπους.

Ν.Π.: Ο όρος τέχνη είναι τεράστιος. Οποιαδήποτε ανθρώπινη δημιουργία που διεγείρει τον νου και το συναίσθημα μπορεί να θεωρηθεί μορφή τέχνης. Τώρα αυτό γίνεται είτε θετικά, είτε αρνητικά.
Στην δύσκολη και μεταβαλλόμενη εποχή που ζούμε, είμαστε ψυχικά εύθραυστοι και οι τέχνες αποτελούν καταφύγιο για αρκετούς. Στόχος μου είναι κάθε μορφή τέχνης που είτε καταναλώνω είτε δημιουργώ, να ψυχαγωγεί και με κάποιο τρόπο να βελτιώνει μια υπάρχουσα κατάσταση. Λέμε συνεχώς πως η Τέχνη είναι για τον άνθρωπο. Κάπου διάβασα κάτι που νομίζω συνοψίζει όλο το νόημα της τέχνης για εμένα. Εάν μέσα σε μια βάρκα που βουλιάζει, υπάρχει ένας άνθρωπος και ένας πίνακας ανεκτίμητης αξίας, εάν για κάποιο λόγο σώσουμε τον πίνακα και όχι τον άνθρωπο, ο πίνακας αυτόματα χάνει την αξία του.

 

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.